Η Γιώτα Ανδριάκαινα γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έκανε σπουδές το 1988 έως το 1993 στο οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 2006 έως το 2011 στη Σχολή Καλών Τεχνών, Τμήμα Εικαστικών και εφαρμοσμένων Τεχνών του Α.Π.Θ.
Ο μίτος χάθηκε, το ίδιο κι ο λαβύρινθος. Σήμερα εξακολουθούμε να μην ξέρουμε αν μας περιβάλλει ένας λαβύρινθος, ένα μυστικό σύμπαν ή ένα επικίνδυνο χάος. Το ευτυχές μας χρέος είναι να φανταζόμαστε ότι υπάρχει ένας λαβύρινθος και ένας μίτος. Αυτόν το μίτο δεν θα τον βρούμε ποτέ• ίσως τον συναντάμε και τον χάνουμε σε μια πράξη πίστης, σε μια αρμονία, σε ένα όνειρο, στις λέξεις που ονομάζονται φιλοσοφία, ή, πολύ απλά, στην απέριττη ευτυχία.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Στο έργο της Παναγιώτας Ανδριάκαινας το νήμα της αφήγησης είναι η πρώτη ύλη: πολύχρωμες κλωστές διαπερνούν την επιφάνεια του πίνακα, μπλέκονται, κουλουριάζονται και τεντώνονται καθώς τραβούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Κάποιες μορφές είναι δουλεμένες με ακρίβεια, ενώ κάποιες άλλες διαγράφονται με γρήγορες βελονιές σε ένα κενό σχεδόν φόντο, δίνοντας υλικότητα και ρυθμό στη σύνθεση.
Ο χρόνος που ενσωματώνεται στο έργο της Ανδριάκαινα είναι διπλός: Από τη μια είναι ο χρόνος του έργου, που ορίζεται από τις επαναληπτικές διαδρομές της κλωστής και τη χρονοβόρα εργασία της δημιουργίας. Από την άλλη είναι ο χρόνος της ιστορίας, που εκτείνεται από το σήμερα μέχρι το απώτερο παρελθόν της ιστορίας της τέχνης, η οποία αποτελεί το επίκεντρο μιας αφήγησης που εστιάζει σε κλασικά έργα μεγάλων καλλιτεχνών -όπως για παράδειγμα του Μανέ ή του Βελάσκεθ.
Όμως, η αφήγηση αυτή γίνεται με νέους όρους, δίνοντας πρωταγωνιστική αξία σε αυτό που πρωτύτερα θεωρείτο δευτερεύον: Οι φιγούρες που στο αρχικό έργο πρωταγωνιστούσαν τώρα υποχωρούν στο φόντο, αφήνοντας να έρθουν στο προσκήνιο οι δευτερεύουσες μορφές, που επαναλαμβάνονται, μεταμορφώνονται, ενώνονται με μορφές ζώων σαν νέοι μινώταυροι, κοιτάζουν το θεατή μέσα από τα εκφραστικά μάτια τους. Αλλά και η τεχνική του έργου εξαίρει πρακτικές που παλαιότερα θεωρούνταν δευτερεύουσες σε αξία• η Ανδριάκαινα αναμετριέται με άντρες καλλιτέχνες στους οποίους έχει αποδοθεί ο ρόλος της «καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας» χρησιμοποιώντας τη βελόνα και την κλωστή, δηλαδή υλικά από το χώρο της γυναικείας δημιουργίας. Αμφισβητεί λοιπόν ανοιχτά τον διαχωρισμό μεταξύ χειροτεχνίας, που θεωρείτο οικιακή «γυναικεία» ασχολία, και Καλών Τεχνών, που προϋπέθετε δράση στο δημόσιο «ανδρικό» χώρο. Έτσι, το έργο ξεδιπλώνεται σε ένα συνεχές πεδίο όπου η τέχνη συμβαδίζει με τη χειροτεχνία, και οι σκέψεις ξεδιπλώνονται αργά, με «ΥΠΟΜΟΝΗ» -λέξη την οποία πλέκει η καλλιτέχνης με κεφαλαία γράμματα. Με άλλα λόγια, η Ανδριάκαινα αρθρώνει λόγο για την τέχνη μέσα από την τέχνη, συλλαβή συλλαβή, μέσα από τις βελονιές και την κίνηση του νήματος. Πιάνοντας μια από τις ατίθασες άκρες του μίτου που ξεπετάγεται από το χώρο του πίνακα προς το μέρος μας, μπορούμε να μπούμε στο λαβύρινθο του έργου, που μας μεταφέρει από το οικείο και το καθημερινό στο παράξενο και θαυμαστό.
Χριστίνα Γραμματικοπούλου, PhD, Ιστορία και Θεωρία της Τέχνης